πολύστροφος

πολύστροφος
-η, -ο
1. αυτός που κάνει πολλές στροφές στη μονάδα του χρόνου: Πολύστροφη μηχανή.
2. μτφ., ο έξυπνος, ο ευλύγιστος, ο εύστροφος, ο ευμετάβολος: Πολύστροφο μυαλό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύστροφος — much twisted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύστροφος — η, ο / πολύστροφος, ον, ΝΜΑ 1. πολύ συνεστραμμένος 2. μτφ. ευμετάβλητος νεοελλ. 1. (για ποίημα) αυτός ο οποίος αποτελείται από πολλές στροφές 2. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές 3. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που το μυαλό του παίρνει… …   Dictionary of Greek

  • πολύστροφον — πολύστροφος much twisted masc/fem acc sg πολύστροφος much twisted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστροφώτερος — πολύστροφος much twisted masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστρόφοις — πολύστροφος much twisted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστρόφου — πολύστροφος much twisted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστρόφους — πολύστροφος much twisted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστρόφων — πολύστροφος much twisted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστρόφῳ — πολύστροφος much twisted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύστροφα — πολύστροφος much twisted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”